- φροντίδας
- φροντίςthoughtfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
PASSE-TEMPS et PASSER LE TEMPS — PASSE TEMPS, et PASSER LE TEMPS i. e. tempus transigere, dicitur apud Gallos, de his qui ludô tempus ducunt; quasi optime illi tempus terant, qui per ludum et oblectationes illud transigunt. Ex Graeco διάγειν, quod Latinis est avocare. Hinc Arnob … Hofmann J. Lexicon universale
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αθεραπεία — ἀθεραπεία, η (Α) [θεραπεία] έλλειψη περιποίησης, παραμέληση ιατρικής θεραπείας ή φροντίδας … Dictionary of Greek
αθεραπευσία — ἀθεραπευσία, η (Α) [ἀθεράπευτος] έλλειψη φροντίδας, παραμέληση … Dictionary of Greek
ακομιστία — ἀκομιστία, η (Α) [ἀκόμιστος] έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης … Dictionary of Greek
αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek